- μιτσός
- -ή, -ό (Μ μιτσός, -ή, -ό(ν), αρσ. και μιτσύς, ουδ. και μιτσύν)μικρός σε μέγεθος ή σε ηλικία («αλλότες, όντεν ήμουνε μιτσή, κορασοπούλα, τσ' αγάπης εδικίμασα τα παραδάρματ' ούλα», Πανώρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μικκός (βλ. μικρός) με τροπή τού -κ- σε -τσ-].
Dictionary of Greek. 2013.